- ορμίζω
- (Α ὁρμίζω) [όρμος (II)]1. οδηγώ πλοίο σε όρμο προκειμένου να αγκυροβολήσει2. μέσ. ορμίζομαιαγκυροβολώ σε λιμάνιαρχ.1. φέρω προς την ξηρά, αποθέτω στην παραλία2. μτφ. περιτυλίσσω, δένω3. ρίχνω άγκυρα στα ανοιχτά4. παθ. μτφ. α) οδηγούμαι, προσάγομαι σε ασφαλές μέροςβ) εισπλέω στο λιμάνι τού θανάτου («τὴν ὅρμισιν τὴν τελευταίαν ὁρμιζομένων τὸ θεῑον οὐκ ἀμελεῑ», Αιλ.).
Dictionary of Greek. 2013.